φωνομετρικός

φωνομετρικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνομετρία ή το φωνόμετρο (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φωνομετρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνομετρία ή στο φωνόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνομετρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”